επαργύρωση

επαργύρωση
η
1. επικάλυψη μεταλλικού αντικειμένου με ασήμι
2. το ασημένιο επίστρωμα («αποτρίβω την επαργύρωοη»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επαργυρώνω. Η λ. στον λόγιο τ. επαργύρωσις μαρτυρείται από το 1877 στον Κυριάκο Δ. Μυλωνά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • επαργύρωση — η 1. η επικάλυψη μεταλλικού αντικειμένου ή σκεύους με λεπτό στρώμα ασημιού, το ασήμωμα, το ασημοκάπνισμα. 2. το ίδιο το ασημένιο επίστρωμα: Τρίφτηκε η επαργύρωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αργύρωμα — το (Α ἀργύρωμο) [αργυρώ] νεοελλ. 1. ασήμωμα, επαργύρωση 2. το λεπτό στρώμα ή η λεπτή πλάκα αργύρου κατόπιν αργύρωσης αρχ. συνήθως στον πληθ. ( ματα) τα αργυρά σκεύη, τα ασημικά …   Dictionary of Greek

  • ασήμωμα — το [ασημώνω] 1. η επένδυση εικόνας με ασήμι («τὸ ἀσήμωμα τῆς Παναγιᾱς») 2. η επαργύρωση αντικειμένου ή σκεύους 3. η τοποθέτηση ασημένιου νομίσματος στο κρεβάτι νεογέννητου βρέφους ή μελλονύμφων …   Dictionary of Greek

  • ασημόσκονη — η μεταλλική σκόνη με ασημί χρώμα, που χρησιμεύει για επαργύρωση πλαισίων αφού αναμιχθεί με κολλητικό υγρό …   Dictionary of Greek

  • βαφή — Διαδικασία κατά την οποία προσδίδεται στις υφαντικές ίνες, με την προσθήκη ειδικών ουσιών, ο επιθυμητός χρωματισμός. Πριν από τη β., οι ίνες ή το ύφασμα πλένονται προσεκτικά για να απομακρυνθούν ξένες ύλες ή ακαθαρσίες που τις είχαν από την αρχή… …   Dictionary of Greek

  • βαφικός — ή, ό (AM βαφικός, ή, όν) [βαφή] ο κατάλληλος να χρησιμοποιηθεί στη βαφή, ως χρωστική ουσία («βαφικά βότανα», «βαφικές ουσίες») νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) βαφικά, τα τα απαραίτητα σύνεργα και υλικά για να βαφτεί ο ηθοποιός πριν απ την… …   Dictionary of Greek

  • δέρμα — I (Ανατ.).Προστατευτικό όργανο (πάχους 0,5 4 χιλιοστών), που καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια του σώματος και μεταπίπτει, κατά τις φυσικές οπές του, στους βλεννογόνους. Αποτελείται από ένα λεπτό επιφανειακό στρώμα επιθηλιακού ιστού, την επιδερμίδα …   Dictionary of Greek

  • επαργυρωτικός — ή, ό [επαργυρώνω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επαργύρωση («επαργυρωτική μέθοδος») …   Dictionary of Greek

  • επιμετάλλωση — Μεταλλική επένδυση για την προστασία μεταλλικών ή μη υλικών και για τη βελτίωση των εξωτερικών χαρακτηριστικών τους. Η ε. εκτελείται με διάφορες μεθόδους: με εμβάπτιση, με ηλεκτρόλυση, με καθοδική ε. Η ε. με εμβάπτιση εφαρμόζεται για την… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”